Τετάρτη 23 Οκτωβρίου 2013

Η "ΑΝΤΙΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΚΗ" ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ


Αναρτήθηκε από τον/την olympiada στο Οκτωβρίου 22, 2013
Το άρθρο είναι επίσης διαθέσιμο και στα Ισπανικά
Με αφορμή πρόσφατα δημοσιεύματα σύμφωνα με τα οποία επίκειται νέα τροποποίηση της ποινικής νομοθεσίας της Ελλάδας λόγω μεταφοράς της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Πρόληψη της τρομοκρατίας στο εσωτερικό δίκαιο, θα παρουσιαστούν παρακάτω συνοπτικά οι «αντιτρομοκρατικοί» νόμοι του ελληνικού ποινικού δικαίου, θα γίνει μία πρόχειρη παρουσίαση των διατάξεων που ισχύουν σήμερα και αυτών που φημολογείται ότι θα θεσπιστούν με τον, υπό κατάρτιση, νέο νόμο, καθώς και μια κριτική προσέγγιση στο όλο πλέγμα του «αντιτρομοκρατικού δικαίου».
1. Αν και δεν είναι ευρέως γνωστό, η πρώτη φορά που επιχειρήθηκε η κατάστρωση ενός πλέγματος σχετικών διατάξεων από το ελληνικό κράτος μετά την μεταπολίτευση, έγινε με το νόμο 774/1978 «περί καταστολής της τρομοκρατίας και προστασίας του δημοκρατικού πολιτεύματος». Σύμφωνα με τον εισηγητή του, ο «ειδικός» αυτός ποινικός νόμος (δηλαδή ποινικές διατάξεις εκτός ποινικού κώδικα) «θα ανταποκρινόταν στις ανάγκες της νέας κοινωνικής πραγματικότητας». Η νομοθετική πλειοψηφία που τότε ανήκε στη Ν.Δ., ενώ αναφερόταν σε «τρομοκρατικές οργανώσεις» ή «ομάδες» ως μια ιδιαίτερη μορφή εγκληματικής οργάνωσης που αποτελούσε ιδιώνυμο αδίκημα σε σχέση με την ως τότε «σύσταση και συμμορία» του άρθρου 187 Ποινικού Κώδικα, δεν όριζε ούτε στην Εισηγητική Έκθεση ούτε στο κείμενο του ν. 774/ 1978 την ιδιαίτερη έννοια της τρομοκρατίας, αλλά άφηνε στους δικαστές να το πράξουν κατά την εφαρμογή του νόμου, αποδεχόμενη ότι η έννοια της τρομοκρατίας δεν οριζόταν ούτε στα διεθνή νομοθετικά κείμενα. Εξαιτίας της συγκεκριμένης αοριστίας, οι αντιδράσεις της τότε αξιωματικής αντιπολίτευσης του ΠΑ.ΣΟ.Κ., αλλά και των κομμάτων της αριστεράς, ήταν σφοδρότατη. Τελικά ο νόμος αυτός καταργήθηκε το 1983, χωρίς ν’ αντικατασταθεί από άλλον παρόμοιο και εφαρμογή είχαν και πάλι οι γενικές διατάξεις του Ποινικού Κώδικα, περί «Σύστασης και συμμορίας».
2. Ο δεύτερος «αντιτρομοκρατικός» νόμος ψηφίστηκε από την κυβέρνηση της Ν.Δ. με πρωθυπουργό τον Κ. Μητσοτάκη. Πρόκειται για τον ν.1916/1990 «Για την προστασία της κοινωνίας από το οργανωμένο έγκλημα», η ισχύς του οποίου άρχισε την 28.12.1990. Με το νόμο αυτό, η κυβερνητική νομοθετική πλειοψηφία, θέλησε να ενοποιήσει την πολιτική τρομοκρατία με τη δράση των συμμοριών του κοινού οργανωμένου εγκλήματος υπό τον γενικό όρο «οργανωμένο έγκλημα». Η εγκληματική οργάνωση θα μπορούσε να είναι πλέον είτε «πολιτικά τρομοκρατική» είτε μία οργάνωση του κοινού ποινικού δικαίου (π.χ. μαφία) – ταύτιση που συμβαίνει για πρώτη φορά. Σύμφωνα με το νόμο αυτό, η εγκληματική οργάνωση προσδιορίζεται από τη σύμπραξη ατόμων για τη διάπραξη συγκεκριμένων κακουργημάτων, χωρίς το πολιτικό κίνητρο να θεωρείται προϋπόθεση για την διάπραξη των κακουργημάτων αυτών. Έτσι, η αοριστία οξύνθηκε ακόμη περισσότερο με το επιχείρημα ότι η «τρομοκρατική ομάδα» ως επιθετικός προσδιορισμός οδηγούσε σε αξιολογικές αυθαιρεσίες.
Ένα καινούργιο στοιχείο που εισήχθη με το νόμο αυτό ήταν «η απαγόρευση δημοσίευσης προκηρύξεων τρομοκρατών και τρομοκρατικών οργανώσεων». Ο νομοθέτης θεώρησε ότι με αυτή την απαγόρευση θα κατάφερνε να διακόψει κάθε επικοινωνία της τρομοκρατικής οργάνωσης με τους πολίτες η οποία έως τότε, γινόταν μέσω του τύπου, πιστεύοντας ότι η παρεμπόδιση διάδοσης των ιδεών τους και της κατ’ αυτό τον τρόπο παρέμβασής τους στον δημόσιο πολιτικό λόγο, θα δρούσε περιοριστικά και για την δράση της (αφού πλέον η τρομοκρατική ενέργεια θα ήταν είτε άγνωστης προέλευσης, ή θα φάνταζε εντελώς ανεξήγητη και αποκομμένη από κάθε πολιτικό κίνητρο – άλλο θέμα να καταδικάζει κάποιος την πολιτική τρομοκρατία με πολιτικά επιχειρήματα και άλλο θέμα να μην έχει καν τη δυνατότητα να προβεί σε τέτοιου είδους κριτική).
Οι αντιδράσεις και τότε ήταν έντονες, από σύσσωμη την αντιπολίτευση και τον τύπο, ενώ οι νομικοί κύκλοι, χωρίς εξαίρεση, χαρακτήρισαν το νόμο αυτό ως αντισυνταγματικό, για το λόγο ότι ερχόταν σε άμεση αντίθεση με τη διάταξη του άρθρου 14 παρ. 2 του Συντάγματος, σύμφωνα με την οποία «Ο Τύπος είναι ελεύθερος. Η λογοκρισία και κάθε άλλο προληπτικό μέτρο απαγορεύονται.» και η οποία έχει απόλυτη ισχύ. Τελικά ο νόμος αυτός καταργήθηκε το 1993.
3. Στη συνέχεια ψηφίστηκε ο ν.2928/2001 «Τροποποίηση διατάξεων του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και άλλες διατάξεις για την προστασία του πολίτη από αξιόποινες πράξεις εγκληματικών οργανώσεων.», ο οποίος τέθηκε σε ισχύ την 27.6.2001 και οι διατάξεις του οποίου επιβιώνουν μέχρι σήμερα, με κάποιες τροποποιήσεις, στα άρθρα 187 και 187Β του Ποινικού Κώδικα. Και αυτός ο νόμος είναι εξαιρετικά αόριστος αφού και πάλι δεν δόθηκε κανένας ορισμός, ούτε καν έμμεσος, για τη (νομική) έννοια της τρομοκρατικής οργάνωσης και του τρομοκράτη. Με το νόμο αυτό έγινε κακούργημα, τιμωρούμενο με κάθειρξη έως 10 έτη, η συγκρότηση ή η ένταξη ως μέλους «σε δομημένη και με διαρκή δράση ομάδα από τρία ή περισσότερα πρόσωπα (οργάνωση)» που επιδιώκει τη διάπραξη περισσότερων αδικημάτων (τα οποία απαριθμήθηκαν), ενώ σε κάθε άλλη περίπτωση, η «ένωση με άλλον» για τη διάπραξη κακουργήματος («συμμορία»), παρέμεινε πλημμέλημα. Τέλος, με το νόμο αυτό θεσπίστηκαν τα περίφημα «μέτρα επιείκειας». Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, «αν κάποιος από τους υπαίτιους των πράξεων συγκρότησης εγκληματικής οργάνωσης ή συμμορίας ή της συμμετοχής σε αυτές» συμβάλει στην εξάρθρωσή τους ή κάνει αναγγελία στις αρχές για κάποια αξιόποινη πράξη που πρόκειται να τελεστεί, μένει ατιμώρητος ή αν έχει τελέσει και ο ίδιος κάποιο έγκλημα, συντρέχει λόγος μείωσης της ποινής του.
Σύμφωνα με το νόμο αυτό δηλαδή, ποινικοποιήθηκε, η συγκρότηση ή η συμμετοχή σε «εγκληματική οργάνωση» ή «συμμορία», ακόμα κι αν δεν τελέστηκε ποτέ καμία από τις πράξεις (εγκλήματα) που περιγράφονται στο νόμο. Στην περίπτωση λοιπόν που κάποιος κριθεί ότι συμμετέχει, με οποιοδήποτε τρόπο, σε εγκληματική οργάνωση, ακόμα κι αν δεν έχει διαπράξει ποτέ κατά την εγκληματική του σταδιοδρομία… καμία απολύτως παράνομη πράξη, θα τιμωρηθεί για ό,τι δεν έκανε ποτέ, αλλά απλώς με μειωμένη ποινή (ελαφρυντική περίσταση)! Η διάταξη του νόμου αυτού ότι «η απλή ψυχική συνέργεια δεν τιμωρείται» δεν είναι ικανή να μετριάσει την αοριστία του, αφού δεν είναι σαφές, ποιά αποχή από κάθε πράξη μπορεί να χαρακτηριστεί ως τιμωρητέα συμμετοχή και ποιά ως απλή ψυχική συνέργεια που μένει ατιμώρητη…
Σημειώνεται ότι με το νόμο αυτό επήλθαν επίσης, πολύ σημαντικές αλλαγές στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας με τον οποίο ρυθμίζεται η διαδικασία της ποινικής δίκης – θέμα το οποίο δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αυτής της ανάρτησης, αφού ανάγεται σε λεπτά νομικά ζητήματα (που όμως επηρεάζουν κυριαρχικά την πορεία και εξέλιξη της δίκης). Αρκεί να ειπωθεί ότι ήταν προς την κατεύθυνση του περιορισμού των δικαιωμάτων και δυνατοτήτων του κατηγορουμένου και ότι προκάλεσαν θύελλα αντιδράσεων στο νομικό κόσμο.
4. Με το νόμο 3251/2004 «Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, τροποποίηση του Ν. 2928/2001 για τις εγκληματικές οργανώσεις και άλλες διατάξεις.», που τέθηκε σε ισχύ από 9.7.2004, τροποποιήθηκαν (όχι ουσιωδώς) οι διατάξεις του νόμου του 2001 και, κυρίως, προστέθηκε νέο άρθρο στον Ποινικό Κώδικα, το άρθρο 187Α, με τίτλο «Τρομοκρατικές πράξεις», με το οποίο έγινε μία τεράστια τομή στη σχετική νομοθεσία.
Συγκεκριμένα, με το άρθρο 187Α του Ποινικού Κώδικα: α) δίνεται νομικός ορισμός στην τρομοκρατική πράξη (απαριθμούνται οι πράξεις που μπορούν να θεωρηθούν τρομοκρατικές), β) θεσμοθετείται η ποινική αντιμετώπιση του ατομικού τρομοκράτη, γ) η παραγραφή για τα αδικήματα αυτά επιμηκύνθηκε κατά 10 χρόνια (στα 30 έτη από τα 20), δ) καθιερώνεται η δυνατότητα άσκησης ποινικής δίωξης και κατά όποιου «απειλεί σοβαρά την τέλεση» κάποιου αδικήματος απ’ όσα χαρακτηρίστηκαν τρομοκρατικές πράξεις, με τρόπο ώστε να «προκαλεί τρόμο», ε) προβλέπονται βαρύτατες ποινές για άλλα αδικήματα αν αυτά θεωρηθούν ως προπαρασκευαστικές ενέργειες τέλεσης κάποιας τρομοκρατικής πράξης.
Πρόκειται δηλαδή για ένα πλέγμα διατάξεων που ενώ υποτίθεται ότι ήρε την αοριστία περί του ποιά πράξη είναι ή δεν είναι «τρομοκρατική», τελικά ήρθε να προστεθεί στις διατάξεις του προηγούμενου νόμου, διαμορφώνοντας ένα εξαιρετικά αυστηρό πλαίσιο και επιβεβαιώνοντας ότι, σχεδόν κάθε πράξη, μπορεί να χαρακτηριστεί ως «τρομοκρατική» αν διαπραχθεί από «τρομοκράτη»…
Οι σχετικές «αντιτρομοκρατικές» διατάξεις, όπως περιγράφηκαν παραπάνω και ισχύουν σήμερα, είναι φανερό ότι είτε απευθύνονται στο φρόνημα είτεαξιολογούν ποινικά την πράξη, υπό το πρίσμα ακριβώς του φρονήματος, τιμωρώντας την βαρύτερα ή ελαφρύτερα. Έτσι, χάνεται σχεδόν κάθε αντικειμενικότητα και κάθε λογική στην όλη διαδικασία της απονομής δικαιοσύνης, οι διωκτικές και δικαστικές αρχές αντί να ασχολούνται με πραγματικά γεγονότα διώκουν ή κρίνουν πλέον αντιλήψεις, ιδέες και κοσμοθεωρίες και ο καθένας μας πρέπει να ξέρει ότι ενδέχεται να τιμωρηθεί αυστηρά γι’ αυτές, ακόμα και αν ποτέ δεν προέβη, με κανένα τρόπο, στη διάπραξη καμίας πράξης αντιληπτής στο εξωτερικό περιβάλλον με κάποια από τις αισθήσεις ή την λογική.
Μάλιστα, η μόνη διάταξη του νόμου αυτού, που αρχικά παρείχε κάποιες εγγυήσεις προς αποφυγή ακραίων αυθαιρεσιών, η παράγραφος 8 του άρθρου 187Α, σύμφωνα με την οποία «Δεν συνιστά τρομοκρατική πράξη κατά την έννοια των προηγούμενων παραγράφων του άρθρου αυτού η τέλεση ενός ή περισσότερων από τα εγκλήματα των προηγούμενων παραγράφων, αν εκδηλώνεται ως προσπάθεια εγκαθίδρυσης δημοκρατικού πολιτεύματος ή διαφύλαξης ή αποκατάστασης αυτού ή αποσκοπεί στην άσκηση θεμελιώδους ατομικής ή πολιτικής ή συνδικαλιστικής ελευθερίας ή άλλου προβλεπόμενου στο Σύνταγμα ή στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών», καταργήθηκε, ήδη από 20.9.2010, με το νόμο 3875/2010 «Κύρωση και εφαρμογή της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών κατά του Διεθνικού Οργανωμένου Εγκλήματος και των τριών Πρωτοκόλλων αυτής και συναφείς διατάξεις».
Τις τελευταίες ημέρες γράφτηκε στον τύπο ότι πρόκειται να μεταφερθεί στο ελληνικό δίκαιο η Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Παρεμπόδιση της Τρομοκρατίας. Αξίζει να σημειωθεί ότι η εν λόγω Σύμβαση, ως προς τις κυριότερες επιλογές της, ουσιαστικά έχει ήδη ενσωματωθεί στις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 187, 187Α και 187Β του Ποινικού Κώδικα. Βέβαια, απομένουν ακόμα κάποιες διατάξεις και κατευθύνσεις που δεν έχουν μεταφερθεί στο εσωτερικό δίκαιο, αλλά κανείς δεν μπορεί να μέμφεται…πλέον την ελληνική ποινική νομοθεσία ως απαρχαιωμένη σε θέματα αντιμετώπισης της «τρομοκρατίας»…Αντίθετα, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η Ελλάδα είναι στην πρωτοπορία και σ’ αυτό τον τομέα…!
Σύμφωνα με δημοσιεύματα, η υπό νομοθέτηση νέες διατάξεις, θα αποτελέσουν τρία νέα αδικήματα ως νέες συμμετοχικές μορφές τρομοκρατικής δράσης. Πρόκειται για: α) τη δημόσια πρόκληση (διέγερση) για τέλεση τρομοκρατικού αδικήματος, β) τη στρατολόγηση σε τρομοκρατική ομάδα και γ) την εκπαίδευση υποψήφιων τρομοκρατών σε χρήση εκρηκτικών υλών (μέσω Διαδικτύου). Σύμφωνα με τα ίδια δημοσιεύματα:
Και τα τρία νέα τρομο-αδικήματα εισάγουν ειδικές μορφές συμμετοχής στα βασικά εγκλήματα του αυτουργού της πράξης είτε του μέλους μιας οργάνωσης και λογικά πρέπει να τιμωρούνται με ελαφρύτερες ποινές. Ωστόσο η επιτροπή κατέγραψε μια προφανή δυσαναλογία στην επιβολή ποινών για συμμετοχική δράση στις υποθέσεις τρομοκρατίας, καθώς σε αρκετές περιπτώσεις, η απλή συμμετοχή και συνεργεία τιμωρείται το ίδιο αυστηρά με την αυτουργία! Έτσι δεν πρότεινε συγκεκριμένες ποινές για τα τρία νέα συμμετοχικά αδικήματα, έως ότου εξορθολογισθούν-μειωθούν οι ποινές που προβλέπονται στο άρθρο 187Α. Τη λύση αυτή επιτάσσει άλλωστε η αρχή της αναλογικότητας, αλλά και η ίδια η ευρωπαϊκή σύμβαση, καθώς παραπέμπει σε ποινική τιμωρία ανάλογη της συμμετοχικής δράσης.
Συμπερασματικά, μπορούμε να πούμε, μετά και από τις δηλώσεις του υπουργού Δικαιοσύνης περί άρσης της ανωνυμίας των διαχειριστών ιστοσελίδων και περί «κουκουλοφόρων» στο internet, ότι είναι φανερό πως η νέα τάση της σχετικής νομοθεσίας, είναι να μπορεί να θεωρηθεί επικίνδυνη για τη δημόσια τάξη και την ασφάλεια του Κράτους και συνεπώς «τρομοκρατική», κάθε άποψη, ιδέα ή δράση. Η ελευθερία έκφρασης και διακίνησης ιδεών και η ελευθερία του τύπου, δηλαδή θεμελιώδη ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα που κατοχυρώνονται από το ίδιο το Σύνταγμα, φαίνεται ότι θα καταστρατηγηθούν ακόμα περισσότερο, στο όνομα της ασφάλειας και της δημόσιας τάξης.
Ειδικά για το πρώτο «νέο» αδίκημα, αυτό της «δημόσιας πρόκλησης (διέγερσης) για τέλεση τρομοκρατικού αδικήματος, σημειώνεται ότι, με βάση την προαναφερόμενη Ευρωπαϊκή Σύμβαση η διάθεση μηνύματος στο κοινό με πρόθεση την παρακίνηση στη διάπραξη τρομοκρατικού αδικήματος, τιμωρείται ανεξάρτητα εάν συνηγορεί άμεσα ή έμμεσα υπέρ της διάπραξης αυτών των αδικημάτων. Μέρος της υπόστασης του εγκλήματος, είναι η σύμφωνα με την αυθαίρετη αντίληψη, αρχικά των διωκτικών αρχών και στη συνέχεια των δικαστικών, να προκαλείται «κίνδυνος τέλεσης ενός ή περισσότερων τέτοιων αδικημάτων». Η φημολογούμενη προσπάθεια του Έλληνα νομοθέτη να άρει την ακραία αυτή ρύθμιση, προσπαθώντας να συνδέσει την δημόσια παρακίνηση υπέρ της τρομοκρατίας (με οποιονδήποτε τρόπο κι αν γίνεται αυτή), με την τέλεση εκ μέρους πολλών ατόμων (και όχι ενός) συγκεκριμένων «τρομοαδικημάτων»,παραμένει ιδιαίτερα προβληματική, αφού και πάλι θα είναι εξαιρετικά δύσκολο να αποδειχθεί, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, εάν πράγματι υπάρχει σχέση αιτίας – αιτιατού (νομικά: αντικειμενικός αιτιώδης σύνδεσμος ή αιτιώδης συνάφεια) μεταξύ «δημόσιας παρακίνησης» και «τέλεσης» κάποιας πράξης των άρθρων 187, 187Α του Ποινικού Κώδικα.
Μετά τις πρώτες καταδίκες για «υποκίνηση σε επεισόδια μέσω των ιστότοπων κοινωνικής δικτύωσης» στη διάρκεια των πρόσφατων ταραχών, οι οποίες επιβλήθηκαν στο Ηνωμένο Βασίλειο, σε άτομα κατά των οποίων η αστυνομία δεν διέθετε κανένα στοιχείο συμμετοχής τους σε συγκεκριμένες ενέργειες, το μέλλον φαντάζει δυσοίωνο. Φαίνεται ότι η Ευρώπη είναι μπροστά σε μία νέα εποχή όσον αφορά το νομικό (και όχι μόνο αυτόν) πολιτισμό της.
Απομένει να υπερασπιστούμε ό,τι με κόπο, αίμα και θυσίες κατακτήθηκε έως τώρα. Καλό θα ήταν να γνωρίζουμε ότι κάθε προσπάθεια που συνέβαλε στην κατάκτηση δικαιωμάτων που αποτελούν έστω και ένα βήμα παραπέρα προς μια κοινωνία ισοπολιτείας, δικαιοσύνης, ελευθερίας και ειρήνης, μέχρι να γίνει πραγματικότητα, χαρακτηριζόταν αρχικά από την εκάστοτε εξουσία ως «τρομοκρατία». Όλοι μας, λοιπόν, μπορούμε ν’ αποφασίζουμε κυριαρχικά τί αξίζει να υπερασπιστούμε και για ποιές αξίες αξίζει ν’ αγωνιστούμε. Άλλωστε, όπως αναγράφεται και στο ισχύον Σύνταγμα της χώρας (αρθρ.1 παρ.3), όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το Λαό και υπάρχουν υπέρ αυτού. Ή μήπως όχι;