• Υποκριτική η έκπληξη της Αθήνας για την «ομολογία» του πρώην πρωθυπουργού της γείτονος, όταν από το 1985 (προ Τσιλέρ) ήταν γνωστή στις ελληνικές Αρχές η εμπρηστική δράση Τούρκων πρακτόρων
• Μονίμως έκπληκτοι από την πραγματικότητα, οι Έλληνες πολιτικοί «ανακάλυψαν» ότι Τούρκοι πράκτορες ευθύνονται για πυρκαγιές στα δάση της χώρας με αφορμή τη συνέντευξη του Μεσούτ Γιλμάζ
Οι «αποκαλύψεις» του πρώην Τούρκου πρωθυπουργού Μεσούτ Γιλμάζ σχετικά με την εμπλοκή τουρκικών συμμοριών υπό την καθοδήγηση της ΜΙΤ, στις γνωστές πυρκαγιές της δεκαετίας του 1990, ήταν φυσικό να δημιουργήσουν έντονες εντυπώσεις στην ελληνική κοινή γνώμη, όπως... φυσική ήταν επίσης η μουδιασμένη αντίδραση, ή μάλλον έλλειψη αντιδράσεων εκ μέρους της κυβερνήσεως η οποία εμφανίζεται μάλλον έκπληκτη από την ομολογία του Γιλμάζ.
Και τούτο διότι, ενώ η ομολογία του πρώην Τούρκου πρωθυπουργού, ο οποίος διεδέχθη στην πρωθυπουργία την περιβόητη Τανσού Τσιλέρ τον Ιούνιο του 1996 αφορούσε μάλλον την περίοδο εκείνη, οι επιχειρήσεις, των Τούρκων στην Ελλάδα είχαν αρχίσει από το 1985, όπως αποδεικνύεται με πλήθος αδιάψευστων στοιχείων στο βιβλίο του συντάκτη της στήλης «Οι Τουρκικές Μυστικές Υπηρεσίες και η ΜΙΤ», το οποίο επανεξεδόθη προ μηνών από τον Ινφογνώμονα.
Συγκεκριμένως, στο κεφάλαιο για την παράνομη δράση των Τούρκων στην Ελλάδα, υπάρχει ένα ολόκληρο υποκεφάλαιο («Παιχνίδια με την Φωτιά») οκτώ σελίδων, στο οποίο τεκμηριώνεται με αδιάψευστα στοιχεία ότι οι πυρκαγιές άρχισαν το 1985, κλιμακώθηκαν και έλαβαν συστηματική μορφή το 1993 και 1994, λόγω της πλήρους ελλείψεως αντιδράσεων εκ μέρους της ελληνικής πλευράς, αλλά συνεχίστηκαν και το 1996 και ακόμη μέχρι και το 1997. Τούτο, δε, παρά τις ομολογίες Τούρκων παρακρατικών και μαφιόζων οι οποίες έγιναν λίγο μετά το πολύκροτο σκάνδαλο Σουσουρλούκ (1996).
Η πρώτη ομολογημένη υπόθεση εμπρησμού ελληνικών δασών από Τούρκο υπήκοο ήταν αυτή του Αλί Κιζιλάι, 19 ετών, ο οποίος τον Αύγουστο του 1985 πέρασε λαθραία στην Ελλάδα από τον Έβρο και αφού ζήτησε πολιτικό άσυλο, οδηγήθηκε στο κέντρο προσφύγων του Λαυρίου. Στις 21 Αυγούστου, ο Κιζιλάι ζήτησε έγγραφη 12ωρη άδεια, αλλά δεν επανήλθε. Συνελήφθη τρεις ημέρες αργότερα, έχοντας επάνω του τρεις αναπτήρες (δεν κάπνιζε), 14 ταμπλέτες «Esbit» (χρησιμοποιούνται από κατασκηνωτές και εκδρομείς για το άναμμα φωτιάς) και μία πλαστογραφημένη άδεια του Κέντρου Αλλοδαπών που του έδινε τη δυνατότητα να κινείται ελεύθερα.
Η αρχή
Κατά την εξέτασή του, ο Κιζιλάι ομολόγησε ότι τις εμπρηστικές ταμπλέτες τού τις είχε δώσει στο Λαύριο ο επίσης Τούρκος πολιτικός πρόσφυγας Αϊχάν Τσολάκ, με την εντολή να βάλει φωτιές σε ελληνικά δάση (ο Τσολάκ συνελήφθη την ίδια ημέρα, ενώ προσπαθούσε να περάσει στην Τουρκία χωρίς διαβατήριο). Έχοντας την ομολογία ενός τουλάχιστον εκ των δραστών και δήλωση του τότε υπουργού Δημοσίας Τάξεως ότι επρόκειτο για μία γενικότερη προσπάθεια αποσταθεροποιήσεως, αναφέραμε στην έκδοση του 1998 του προαναφερθέντος βιβλίου, «θα περίμενε κανείς την αυστηρή τιμωρία των ενόχων και τις απαιτούμενες δριμύτατες παραστάσεις προς την Τουρκία. Αλλά, όσο και αν φαίνεται περίεργο, διαμαρτυρίες προς την Τουρκία δεν έγιναν, η δε τιμωρία των συλληφθέντων Τούρκων περιορίσθηκε, μετά την ολιγοήμερη κράτησή τους, στην απέλασή τους από τη χώρα».
Τον Ιούλιο του 1990, συνελήφθη επ' αυτοφώρω από πολίτες ο Τούρκος Μεχμέτ Ικιζντάς, τη στιγμή που έβαζε φωτιά σε δύο σημεία στον Βοτανικό Κήπο στο Χαϊδάρι. Κατά τη σύλληψή του, ο Ικιζντάς ισχυρίσθηκε ότι άναψε φωτιά για να... ζεσταθεί (εν μέσω Ιουλίου!). Σημειώνεται ότι ο Ικιζντάς είχε εισέλθει για πρώτη φορά παράνομα τον Φεβρουάριο του 1989 και ζήτησε άσυλο. Μερικές ημέρες αργότερα δήλωσε ότι άλλαξε γνώμη και απελάθηκε στην Τουρκία τον Νοέμβριο του 1989. Πέντε μήνες μετά συνελήφθη ενώ προσπαθούσε να εισέλθει λάθρα στην Ελλάδα και απελάθηκε για δεύτερη φορά την 1η Μάιου 1990. Δύο μήνες αργότερα, έχοντας επιτύχει να περάσει στην Ελλάδα, συνελήφθη να βάζει φωτιές στο Χαϊδάρι. Η μόνη συνέπεια που είχε για αυτό ήταν να απελαθεί εκ νέου, χωρίς καμία τιμωρία.
«Ανεξήγητες» πυρκαγιές
Η αντιμετώπιση αυτή εκ μέρους της ελληνικής πλευράς, σημειώναμε τότε, είχε ως φυσικό αποτέλεσμα την κάθετη και επί συστηματικής πλέον βάσεως αύξηση των «ανεξήγητων» πυρκαγιών. Το 1993, οι πυρκαγιές στα νησιά και άλλες περιοχές της χώρας προσέλαβαν ιδιαίτερα μεγάλες διαστάσεις, η δε ελληνική πλευρά έκανε για πρώτη φορά μνεία «εξωγενών παραγόντων», διά στόματος του τότε πρωθυπουργού Κ Μητσοτάκη. Να σημειωθεί ότι στις πυρκαγιές του 1993 τα στοιχεία της τουρκικής αναμείξεως δεν έλειψαν. Οι ελληνικές υπηρεσίες είχαν επισημάνει δύο Τούρκους που επισκέφτηκαν Ικαρία, Κρήτη και Ρόδο σε χαρακτηριστικά ταξίδια-αστραπή, μετά τα οποία ξέσπασαν καταστροφικές πυρκαγιές. Η αχνή αναφορά σε «εξωγενείς παράγοντες» δεν ήταν φυσικά ο κατάλληλος τρόπος για να αντιμετωπισθεί μία σαφέστατα εχθρική ενέργεια, με προφανή κίνητρα και οφέλη για την τουρκική πλευρά, επισημαίναμε τότε.
Έτσι, το 1994 υπήρξε το έτος που οι πυρκαγιές έλαβαν τέτοιες διαστάσεις, οι δε ενδείξεις και στοιχεία των Αρχών ήταν τόσο αποκαλυπτικά για την τουρκική εμπλοκή, που, όπως ανέφερε στο παραπάνω βιβλίο του ο συντάκτης της στήλης, θα ήλπιζε κανείς ότι η ελληνική πλευρά επί τέλους θα αφυπνίζετο. Περιέργως, κάτι τέτοιο για μία ακόμη φορά δεν συνέβη. Τούτο δε παρά το γεγονός ότι από τις 22 Ιουνίου 1994 το ελληνικό ΥΠΕΞ είχε στα χέρια του την επιστολή μίας τουρκικής «εξτρεμιστικής» οργανώσεως προς την πρεσβεία μας στην Άγκυρα, με την οποία προανεγγέλλετο -«εις το όνομα του τουρκικού έθνους»- η διενέργεια ενός μπαράζ επιθέσεων στα ελληνικά νησιά του Αιγαίου, με πρώτο στόχο τη Ρόδο, ως αντίποινα για τις καταστροφές που υπέστη ο τουρκικός τουρισμός από τις τότε επιθέσεις των Κούρδων ανταρτών σε τουριστικές περιοχές της Τουρκίας.
Σημ.: Αυτά ήταν τα περίφημα «αντίποινα» που ανέφερε ο Γιλμάζ στην πρόσφατη δήλωση του, που έκανε πολλούς να αναρωτώνται τι κάναμε τελικά εμείς στους Τούρκους. Αντίποινα, όμως, που είχαν ξεκινήσει πολύ νωρίτερα και σε συστηματική βάση από το 1993, ενώ οι επιθέσεις των Κούρδων σε τουριστικές περιοχές της Τουρκίας έγιναν το 1994...
«Αντίποινα»
Μερικά από τα «αντίποινα» τηλεγραφικώς: 11 Ιουλίου 1994, έκρηξη βόμβας στη Ρόδο, 12 Ιουλίου δύο ακόμη βόμβες στο ίδιο νησί, 13 Ιουλίου πυρκαγιές σε τρία μέτωπα στην περιοχή Βελανιδιά της Ρόδου, με τον κυβερνητικό εκπρόσωπο να δηλώνει, στις 14 Ιουλίου, σε ερώτηση δημοσιογράφου αν πίσω από τα γεγονότα αυτά υπάρχουν οι τουρκικές μυστικές υπηρεσίες, «ότι η Ελλάδα αντιμετωπίζει το θέμα στο... αστυνομικό πλαίσιο!». Μετά τη Ρόδο σειρά είχαν στις πυρκαγιές αυτές η Λήμνος και στις 16 Ιουλίου η Σάμος οι οποίες επαναλήφθηκαν στις 4 Αυγούστου, αυτή τη φορά με την επισήμανση κουκουλοφόρων σε μοτοσικλέτα να βάζουν φωτιές. Στις 5 Αυγούστου μεγάλες πυρκαγιές ξέσπασαν και στη Χίο. Στις 15 Αυγούστου νέες πυρκαγιές ξέσπασαν στη Χίο και στη Σάμο, ενώ την ίδια ημέρα πυρκαγιές σημειώθηκαν και στη Λέσβο.
Οι πυρκαγιές συνεχίστηκαν και το 1995, παρά τα μέτρα που είχαν λάβει οι ελληνικές Αρχές, στα οποία περιλαμβάνονταν και ενέδρες ανδρών των ειδικών δυνάμεων της Αστυνομίας στην Πεντέλη και σε άλλες περιοχές. Πυρκαγιές σημειώθηκαν ακόμη και το 1996, αλλά και το 1997, αρκετούς μήνες μετά τις δημόσιες ομολογίες Τούρκων παρακρατικών (από τηλεοράσεως μάλιστα), που έγιναν μετά το σκάνδαλο Σουσουρλούκ, ότι είχαν λάβει μέρος στους εμπρησμούς των ελληνικών δασών και στις επιθέσεις στα νησιά.
Φοβικά σύνδρομα
Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, η διακατεχόμενη μόνιμα από τα γνωστά της φοβικά σύνδρομα ελληνική πλευρά αντέδρασε διά της γνωστής τακτικής της στρουθοκαμήλου, κάνοντας ότι δήθεν δεν αντιλαμβανόταν ή δεν ήξερε τι συνέβαινε -αν και είχε πλήθος στοιχείων για τους δράστες- και χωρίς να τολμήσει καν να κάνει κάποια παράσταση προς την Τουρκία για τις τεράστιες καταστροφές που υπέστη η Ελλάδα.
Αυτό δε που είναι ακόμη πιο εξοργιστικό για τη διαχρονική αδυναμία της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας να προστατεύσει τη χώρα, ακόμη και σε περιπτώσεις που δεν υπάρχει η παραμικρή περίπτωση προκλήσεως πολέμου, όπως στην περίπτωση των πυρκαγιών, είναι η σημερινή της στάση. Η πλήρης έλλειψη αντιδράσεως ενώπιον ακόμη και της ομολογίας περί της ταυτότητος των δραστών από έναν πρώην πρωθυπουργό της Τουρκίας κατά την επίμαχη περίοδο. Η πλήρης σιωπή και αμηχανία της, ως να μην εγνώριζε τίποτε για όλα αυτά, κατά τρόπο που θυμίζει τη στρουθοκάμηλο, η οποία -εκτός του ότι αρνείται να δει τα πάντα- μοιάζει να έχει χάσει και τη μνήμη της...
(ΚτΕ 30/12/2011 – ΜΑΝΟΣ ΗΛΙΑΔΗΣ)